- επικριτικός
- -ή, -ό (AM ἐπικριτικός) [επίκριση]μσν.-νεοελλ.1. αυτός που περιέχει επίκριση, αρνητική κριτική («επικριτικά σχόλια»)2. (για πρόσ.) εκείνος που έχει την τάση να επικρίνειαρχ.επιβεβαιωτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικριτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επίκριση, που έχει την τάση να επικρίνει: Σχόλια επικριτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικριτικά — ἐπικριτικός adjudicatory neut nom/voc/acc pl ἐπικριτικά̱ , ἐπικριτικός adjudicatory fem nom/voc/acc dual ἐπικριτικά̱ , ἐπικριτικός adjudicatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικριτικόν — ἐπικριτικός adjudicatory masc acc sg ἐπικριτικός adjudicatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικριτικοῦ — ἐπικριτικός adjudicatory masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικριτική — ἐπικριτικός adjudicatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικριτικήν — ἐπικριτικός adjudicatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικριτικῶς — ἐπικριτικός adjudicatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επονειδιστικός — ή, ό (AM ἐπονειδιστικός, ή, όν) [επονείδιστος] ονειδιοτικός, επικριτικός … Dictionary of Greek
καταδικαστικός — ή, ό (Α καταδικαστικός, ή, όν) [καταδικαστής] αυτός που καταδικάζει, αυτός που συνεπάγεται καταδίκη («καταδικαστική απόφαση») νεοελλ. αποδοκιμαστικός, επικριτικός … Dictionary of Greek
παρατηρητικός — ή, ό / παρατηρητικός, ή, όν, ΝΑ [παρατηρητής]· αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί, ο ικανός να ενεργεί παρατηρήσεις, οξυδερκής, διορατικός νεοελλ. αυτός που εκδηλώνει παρατήρηση ή επίκριση, επικριτικός, αποδοκιμαστικός («παρατηρητικό… … Dictionary of Greek